- πεντηκοντάλιτρος
- πεντηκοντά-λῑτρος, ον,A of fifty
λῖτραι, νόμισμα D.S.11.26
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λῖτραι, νόμισμα D.S.11.26
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεντηκοντάλιτρος — ον, Α αυτός που έχει βάρος ή αξία πενήντα λίτρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + λιτρος (< λίτρα), πρβλ. πεντά λιτρος] … Dictionary of Greek
πεντηκοντάλιτρον — πεντηκοντάλιτρος of fifty masc/fem acc sg πεντηκοντάλιτρος of fifty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)